λιπάση

λιπάση
η см. λιπάζη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λιπάση" в других словарях:

  • λιπάση — η (βιοχ.) ένζυμο που καταλύει τη διάσπαση τών λιπών στο αίμα, στα γαστρικά υγρά, στις παγκρεατικές εκκρίσεις και στα εντερικά υγρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipase < λίπος] …   Dictionary of Greek

  • πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • λιπάζη — η (βιοχ.) βλ. λιπάση …   Dictionary of Greek

  • λιποπρωτεϊνικός — ή, ό (βιοχ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λιποπρωτεΐνες («λιποπρωτεϊνική λιπάση») …   Dictionary of Greek

  • παγκρεατίνη — η (φαρμ.) προϊόν που λαμβάνεται από παγκρέατος διαφόρων ζώων, κυρίως χοίρου, ξηραίνεται σε χαμηλή θερμοκρασία και χορηγείται σε περιπτώσεις γαστρεντερικής ανεπάρκειας, εντερικών λοιμώξεων και παγκρεατικών παθήσεων, δεδομένου ότι περιέχει πολλά… …   Dictionary of Greek

  • παγκρεατίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του παγκρέατος. Μπορεί να είναι οιδηματώδης, αιμορραγική, νευρωτική ή πυώδης. Προέρχεται από υπερφαγία, από ασθένειες του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου, των χοληφόρων αγωγών ή του ήπατος ή και από στένωση των αγωγών του… …   Dictionary of Greek

  • συλλιπάση — η, Ν συνένζυμο τής λιπάσης στο παγκρεατικό υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. colipase < co , το οποίο αποδόθηκε στην ελλ. με το συν *, + lipase (πρβλ. λιπάση)] …   Dictionary of Greek

  • λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… …   Dictionary of Greek

  • πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»